αντιβηχικός

αντιβηχικός
-ή, -ό
(φάρμακο) που θεραπεύει ή καταπραΰνει τον βήχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + βήξ (-χός). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”